Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
κολλήεις
View word page
κνυζηθμός
-οῦ, ὁ
[κνυζάομαι, to whine.]
A whining or whimpering: κνυζηθμῷ [κύνες] φόβηθεν Od. 16.163.
ShortDef
a whining, whimpering
Debugging
Headword:
κνυζηθμός
Headword (normalized):
κνυζηθμός
Headword (normalized/stripped):
κνυζηθμος
IDX:
5653
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5654
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κνυζάομαι, to whine.]</p> <p>A whining or whimpering: κνυζηθμῷ [κύνες] φόβηθεν Od. 16.163.</p>'}