Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
κοίρανος
κοίτη
κοῖτος
View word page
κνισήεις

[κνίση.]

Neut. κνισῆεν.

ShortDef

full of the steam of burnt sacrifice, steamy

Debugging

Headword:
κνισήεις
Headword (normalized):
κνισήεις
Headword (normalized/stripped):
κνισηεις
IDX:
5652
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5653
Key:

Data

{'content': '<p>[κνίση.]</p> <p>Neut. κνισῆεν.</p>'}