Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
κοιμάω
κοιρανέω
View word page
κνημός

-οῦ, ὁ

[app. conn. with κνήμη.]

ShortDef

the projecting limb, shoulder of a mountain, pl. mountain valleys

Debugging

Headword:
κνημός
Headword (normalized):
κνημός
Headword (normalized/stripped):
κνημος
IDX:
5649
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5650
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[app. conn. with κνήμη.]</p>'}