Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
κνώσσω
κοῖλος
View word page
κνήμη

-ης, ἡ.

ShortDef

the part between the knee and ankle, the leg

Debugging

Headword:
κνήμη
Headword (normalized):
κνήμη
Headword (normalized/stripped):
κνημη
IDX:
5647
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5648
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}