Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
κνυζόω
κνώδαλον
View word page
κνέφας

-αος, τό.

ShortDef

darkness, evening dusk, twilight

Debugging

Headword:
κνέφας
Headword (normalized):
κνέφας
Headword (normalized/stripped):
κνεφας
IDX:
5645
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5646
Key:

Data

{'content': '<p>-αος, τό.</p>'}