Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
κνῆστις
κνῖσα
κνισήεις
κνυζηθμός
View word page
κλωμακόεις
-εσσα.
ShortDef
stony, rocky
Debugging
Headword:
κλωμακόεις
Headword (normalized):
κλωμακόεις
Headword (normalized/stripped):
κλωμακοεις
IDX:
5643
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5644
Key:
Data
{'content': '<p>-εσσα.</p>'}