Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
κνημός
View word page
κλυτός
-όν
[κλύον. Heard of.]
ShortDef
heard of: renowned, famous
Debugging
Headword:
κλυτός
Headword (normalized):
κλυτός
Headword (normalized/stripped):
κλυτος
IDX:
5639
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5640
Key:
Data
{'content': '<p>-όν</p> <p>[κλύον. Heard of.]</p>'}