Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
κλωμακόεις
κνάω
κνέφας
κνῆ
κνήμη
κνημίς
View word page
κλυτόπωλος

[κλυτός + πῶλος.]

ShortDef

with noble steeds

Debugging

Headword:
κλυτόπωλος
Headword (normalized):
κλυτόπωλος
Headword (normalized/stripped):
κλυτοπωλος
IDX:
5638
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5639
Key:

Data

{'content': '<p>[κλυτός + πῶλος.]</p>'}