Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
κλῶθες
View word page
κλόπιος
[κλοπ-, κλέπτω.]
ShortDef
thievish, artful
Debugging
Headword:
κλόπιος
Headword (normalized):
κλόπιος
Headword (normalized/stripped):
κλοπιος
IDX:
5632
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5633
Key:
Data
{'content': '<p>[κλοπ-, κλέπτω.]</p>'}