Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
κλυτότοξος
View word page
κλόνος
-ου, ὁ.
ShortDef
any confused motion, the press of battle, battle-rout, turmoil
Debugging
Headword:
κλόνος
Headword (normalized):
κλόνος
Headword (normalized/stripped):
κλονος
IDX:
5631
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5632
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}