Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
κλυτοτέχνης
View word page
κλονέω

[κλόνος.]

(συγ-, ὑπο-)

ShortDef

to drive in confusion, drive before one

Debugging

Headword:
κλονέω
Headword (normalized):
κλονέω
Headword (normalized/stripped):
κλονεω
IDX:
5630
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5631
Key:

Data

{'content': '<p>[κλόνος.]</p> <p>(συγ-, ὑπο-)</p>'}