Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
κλυτός
View word page
κλιτύς

[κλίνω.]

Acc. pl. κλιτῦς Il. 16.390.

A slope, a hill-side : πολλὰς κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16.390 : ἐς κλιτὺν ἀναβάς (to higher ground) Od. 5.470.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλιτύς
Headword (normalized):
κλιτύς
Headword (normalized/stripped):
κλιτυς
IDX:
5629
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5630
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[κλίνω.]</p> <p>Acc. pl. κλιτῦς Il. 16.390.</p> <p>A slope, a hill-side : πολλὰς κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16.390 : ἐς κλιτὺν ἀναβάς (to higher ground) Od. 5.470.</p>'}