κλιτύς
ἡ
[κλίνω.]
Acc. pl. κλιτῦς Il. 16.390.
A slope, a hill-side : πολλὰς κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16.390 : ἐς κλιτὺν ἀναβάς (to higher ground) Od. 5.470.
ἡ
[κλίνω.]
Acc. pl. κλιτῦς Il. 16.390.
A slope, a hill-side : πολλὰς κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16.390 : ἐς κλιτὺν ἀναβάς (to higher ground) Od. 5.470.