Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
κλυτόπωλος
View word page
κλισμός
-οῦ, ὁ
[κλίνω.]
ShortDef
a couch
Debugging
Headword:
κλισμός
Headword (normalized):
κλισμός
Headword (normalized/stripped):
κλισμος
IDX:
5628
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5629
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κλίνω.]</p>'}