Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλῆρος
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
κλοτοπεύω
κλύδων
κλύζω
κλύω
κλυτοεργός
View word page
κλίσιον

τό

[as κλισίη.]

App., outbuildings about a house : ἔνθα οἱ οἶκος ἔην, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od. 24.208.

ShortDef

the outbuildings round a herdman's cot

Debugging

Headword:
κλίσιον
Headword (normalized):
κλίσιον
Headword (normalized/stripped):
κλισιον
IDX:
5627
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5628
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[as κλισίη.]</p> <p>App., outbuildings about a house : ἔνθα οἱ οἶκος ἔην, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od. 24.208.</p>'}