Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλήδην
κλήθρα
κλείς
κληϊστός
κληΐω
κλῆρος
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
κλόνος
κλόπιος
View word page
κλιντήρ

-ῆρος, ὁ

[κλίνω.]

App. = κλισμός: λύθεν οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι (as she sat) Od. 18.190.

ShortDef

a couch, sofa

Debugging

Headword:
κλιντήρ
Headword (normalized):
κλιντήρ
Headword (normalized/stripped):
κλιντηρ
IDX:
5622
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5623
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[κλίνω.]</p> <p>App. = κλισμός: λύθεν οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι (as she sat) Od. 18.190.</p>'}