Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλέπτω
κλέω
κλήδην
κλήθρα
κλείς
κληϊστός
κληΐω
κλῆρος
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
κλιτύς
κλονέω
View word page
κλῖμαξ

-ακος, ἡ

[κλίνω.]

ShortDef

a ladder

Debugging

Headword:
κλῖμαξ
Headword (normalized):
κλῖμαξ
Headword (normalized/stripped):
κλιμαξ
IDX:
5620
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5621
Key:

Data

{'content': '<p>-ακος, ἡ</p> <p>[κλίνω.]</p>'}