Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
ἄμητος
ἀμηχανίη
ἀμήχανος
View word page
ἀμελέω
[ἀ-1 + μέλω.]
With genit. (and always with neg.).
ShortDef
to have no care for, be neglectful of
Debugging
Headword:
ἀμελέω
Headword (normalized):
ἀμελέω
Headword (normalized/stripped):
αμελεω
IDX:
561
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.562
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 + μέλω.]</p> <p>With genit. (and always with neg.).</p>'}