Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κλέπτης
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλέω
κλήδην
κλήθρα
κλείς
κληϊστός
κληΐω
κλῆρος
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
κλίνθη
κλιντήρ
κλίνω
κλισία
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον
κλισμός
View word page
κλητός
[κλη-, καλέω.]
ShortDef
called, invited, welcome
Debugging
Headword:
κλητός
Headword (normalized):
κλητός
Headword (normalized/stripped):
κλητος
IDX:
5618
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5619
Key:
Data
{'content': '<p>[κλη-, καλέω.]</p>'}