Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλαίω
κλάσε
κλαυθμός
κλάω
κλεηδών
κλειτός
κλείω
κλέος
κλέπτης
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλέω
κλήδην
κλήθρα
κλείς
κληϊστός
κληΐω
κλῆρος
κλητός
κλιθῆναι
κλῖμαξ
View word page
κλέπτω

3 sing. aor, ἔκλεψε Il. 5.268, Il. 14.217.

Infin. κλέψαι Il. 24.24, 71, 109. (ἐκ-, ὑποκλοπέομαι.)

ShortDef

to steal, filch, purloin

Debugging

Headword:
κλέπτω
Headword (normalized):
κλέπτω
Headword (normalized/stripped):
κλεπτω
IDX:
5610
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5611
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor, ἔκλεψε Il. 5.268, Il. 14.217.</p> <p>Infin. κλέψαι Il. 24.24, 71, 109. (ἐκ-, ὑποκλοπέομαι.)</p>'}