Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κλαγγή
κλαγγηδόν
κλάζω
κλαίω
κλάσε
κλαυθμός
κλάω
κλεηδών
κλειτός
κλείω
κλέος
κλέπτης
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλέω
κλήδην
κλήθρα
κλείς
κληϊστός
κληΐω
κλῆρος
View word page
κλέος

τό (κλέϝος).

Acc. pl. κλέα (for κλέεα) Il. 9.189, 524 : Od. 8.73.

ShortDef

a rumour, report; fame, glory

Debugging

Headword:
κλέος
Headword (normalized):
κλέος
Headword (normalized/stripped):
κλεος
IDX:
5607
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5608
Key:

Data

{'content': '<p>τό (κλέϝος).</p> <p>Acc. pl. κλέα (for κλέεα) Il. 9.189, 524 : Od. 8.73.</p>'}