Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κίστη
κιχάνω
κίχλη
κίων
κίων
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλάζω
κλαίω
κλάσε
κλαυθμός
κλάω
κλεηδών
κλειτός
κλείω
κλέος
κλέπτης
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλέω
κλήδην
View word page
κλαυθμός

-οῦ, ὁ

[κλαϝ-, κλαυ-, κλαίω.]

ShortDef

a weeping

Debugging

Headword:
κλαυθμός
Headword (normalized):
κλαυθμός
Headword (normalized/stripped):
κλαυθμος
IDX:
5602
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5603
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κλαϝ-, κλαυ-, κλαίω.]</p>'}