Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κισσύβιον
κίστη
κιχάνω
κίχλη
κίων
κίων
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλάζω
κλαίω
κλάσε
κλαυθμός
κλάω
κλεηδών
κλειτός
κλείω
κλέος
κλέπτης
κλεπτοσύνη
κλέπτω
κλέω
View word page
κλάσε
3 sing. aor. κλάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κλάσε
Headword (normalized):
κλάσε
Headword (normalized/stripped):
κλασε
IDX:
5601
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5602
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κλάω.</p>'}