Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
ἀμετροεπής
ἀμητήρ
View word page
ἀμείνων

-ονος. Neut. ἄμεινον.

Acc. sing. masc. and fem. ἀμείνω Il. 3.11, Il. 4.400, Il. 9.423.

Neut. pl. ἀμείνω Od. 6.310, Od. 15.71.

Used as comp. of ἀγαθός or ἐσθλός.

ShortDef

better, abler, stronger, braver

Debugging

Headword:
ἀμείνων
Headword (normalized):
ἀμείνων
Headword (normalized/stripped):
αμεινων
IDX:
558
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.559
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος. Neut. ἄμεινον.</p> <p>Acc. sing. masc. and fem. ἀμείνω Il. 3.11, Il. 4.400, Il. 9.423.</p> <p>Neut. pl. ἀμείνω Od. 6.310, Od. 15.71.</p> <p>Used as comp. of ἀγαθός or ἐσθλός.</p>'}