Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κήρ
κῆρ
κηρεσσιφόρητος
κηρόθι
κηρός
κῆρυξ
κηρύσσω
κῆται
κῆτος
κητώεις
κηώδης
κηώεις
κίδνημι
κιθαρίζω
κίθαρις
κιθαριστύς
κικλήσκω
κῖκυς
κινέω
κίνυμι
κινυρός
View word page
κηώδης

[*κῆϝος, incense, fr. κηϝ-, καίω + ὀδ-, ὄζω.]

ShortDef

smelling as of incense, fragrant

Debugging

Headword:
κηώδης
Headword (normalized):
κηώδης
Headword (normalized/stripped):
κηωδης
IDX:
5576
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5577
Key:

Data

{'content': '<p>[*κῆϝος, incense, fr. κηϝ-, καίω + ὀδ-, ὄζω.]</p>'}