Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
ἄμεναι
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέρδω
ἀμέτρητος
View word page
ἀμείλικτος
-ον
[ἀ-1 + μειλίσσω.]
(Indicating) inflexible (resolve): ὄπα Il. 11.137, Il. 21.98.
ShortDef
unsoftened, cruel
Debugging
Headword:
ἀμείλικτος
Headword (normalized):
ἀμείλικτος
Headword (normalized/stripped):
αμειλικτος
IDX:
556
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.557
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + μειλίσσω.]</p> <p>(Indicating) inflexible (resolve): ὄπα Il. 11.137, Il. 21.98.</p>'}