Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κῆε
κηκίω
κήλειος
κήλεος
κηληθμός
κῆλον
κήξ
κῆπος
κήρ
κῆρ
κηρεσσιφόρητος
κηρόθι
κηρός
κῆρυξ
κηρύσσω
κῆται
κῆτος
κητώεις
κηώδης
κηώεις
κίδνημι
View word page
κηρεσσιφόρητος

[κήρεσσι,

dat. pl. of κήρ + φορέω.]

ShortDef

urged on by the Κῆρες

Debugging

Headword:
κηρεσσιφόρητος
Headword (normalized):
κηρεσσιφόρητος
Headword (normalized/stripped):
κηρεσσιφορητος
IDX:
5568
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5569
Key:

Data

{'content': '<p>[κήρεσσι,</p> <p>dat. pl. of κήρ + φορέω.]</p>'}