Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
κηκίω
κήλειος
κήλεος
κηληθμός
κῆλον
κήξ
κῆπος
κήρ
κῆρ
κηρεσσιφόρητος
κηρόθι
κηρός
κῆρυξ
κηρύσσω
View word page
κηληθμός
-οῦ, ὁ
[κηλέω, to bewitch. Cf. ἀκήλητος.]
ShortDef
enchantment, fascination
Debugging
Headword:
κηληθμός
Headword (normalized):
κηληθμός
Headword (normalized/stripped):
κηληθμος
IDX:
5562
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5563
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[κηλέω, to bewitch. Cf. ἀκήλητος.]</p>'}