Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
κηκίω
κήλειος
κήλεος
κηληθμός
κῆλον
κήξ
κῆπος
View word page
κήδιστος

[superl. fr. κῆδος.]

ShortDef

most worthy of our care, most cared for

Debugging

Headword:
κήδιστος
Headword (normalized):
κήδιστος
Headword (normalized/stripped):
κηδιστος
IDX:
5555
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5556
Key:

Data

{'content': '<p>[superl. fr. κῆδος.]</p>'}