Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
κηκίω
κήλειος
κήλεος
κηληθμός
κῆλον
View word page
κηδεμών
-όνος
[κήδω.]
ShortDef
one who is in charge
Debugging
Headword:
κηδεμών
Headword (normalized):
κηδεμών
Headword (normalized/stripped):
κηδεμων
IDX:
5553
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5554
Key:
Data
{'content': '<p>-όνος</p> <p>[κήδω.]</p>'}