Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
κηκίω
κήλειος
κήλεος
View word page
κῆαι

aor. infin. καίω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κῆαι
Headword (normalized):
κῆαι
Headword (normalized/stripped):
κηαι
IDX:
5551
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5552
Key:

Data

{'content': '<p>aor. infin. καίω.</p>'}