Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
κηκίω
View word page
κέχυται
3 sing. pf. pass. χέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέχυται
Headword (normalized):
κέχυται
Headword (normalized/stripped):
κεχυται
IDX:
5549
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5550
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. pass. χέω.</p>'}