Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεύθω
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
κῆε
View word page
κέχρητο
3 sing. plupf. mid. χράω1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέχρητο
Headword (normalized):
κέχρητο
Headword (normalized/stripped):
κεχρητο
IDX:
5548
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5549
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. mid. χράω1.</p>'}