Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κεῦθος
κεύθω
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
κήδεος
κήδιστος
κῆδος
κήδω
View word page
κεχρημένος

pf. pple. mid. χράω1.

ShortDef

needy

Debugging

Headword:
κεχρημένος
Headword (normalized):
κεχρημένος
Headword (normalized/stripped):
κεχρημενος
IDX:
5547
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5548
Key:

Data

{'content': '<p>pf. pple. mid. χράω1.</p>'}