Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεστός
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
κῆαι
κήδειος
κηδεμών
View word page
κεχαρισμένος
pf. pple. χαρίζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεχαρισμένος
Headword (normalized):
κεχαρισμένος
Headword (normalized/stripped):
κεχαρισμενος
IDX:
5543
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5544
Key:
Data
{'content': '<p>pf. pple. χαρίζομαι.</p>'}