Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κέρωνται
κερῶντο
κέσκετο
κεστός
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
κεχολώσομαι
κεχρημένος
κέχρητο
κέχυται
κέω
View word page
κεχάνδει

3 sing. plupf. χανδάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεχάνδει
Headword (normalized):
κεχάνδει
Headword (normalized/stripped):
κεχανδει
IDX:
5540
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5541
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. χανδάνω.</p>'}