Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κερόωντο
κέρσε
κερτομέω
κερτομίαι
κερτόμιος
κέρωνται
κερῶντο
κέσκετο
κεστός
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
κεῦθος
κεύθω
κεφαλή
κεχάνδει
κεχαρηότα
κεχαρησέμεν
κεχαρισμένος
κεχάροντο
κεχηνότα
View word page
κευθμός

-οῦο,

[κεύθω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κευθμός
Headword (normalized):
κευθμός
Headword (normalized/stripped):
κευθμος
IDX:
5535
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5536
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦο,</p> <p>[κεύθω.]</p>'}