Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεράω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κέρδιστος
κερδίων
κέρδος
κερδοσύνη
κερέειν
κερκίς
κερόωντο
κέρσε
κερτομέω
κερτομίαι
κερτόμιος
κέρωνται
κερῶντο
κέσκετο
κεστός
κευθάνω
κευθμός
κευθμών
View word page
κέρσε
3 sing. aor. κείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κέρσε
Headword (normalized):
κέρσε
Headword (normalized/stripped):
κερσε
IDX:
5526
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5527
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. κείρω.</p>'}