Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κέρασσε
κεραυνός
κεράω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κέρδιστος
κερδίων
κέρδος
κερδοσύνη
κερέειν
κερκίς
κερόωντο
κέρσε
κερτομέω
κερτομίαι
κερτόμιος
κέρωνται
κερῶντο
View word page
κέρδος
τό.
ShortDef
gain, profit, advantage
Debugging
Headword:
κέρδος
Headword (normalized):
κέρδος
Headword (normalized/stripped):
κερδος
IDX:
5521
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5522
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}