Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείψατο
ἀμέλγω
ἀμελέω
View word page
ἄμβροτος1

-ον. = ἀμβρόσιος.: εἵματα Il. 16.670, 680: Od. 6.260, 265, Od. 24.59, ἐλαίῳ Od. 8.365, νύξ Od. 11.330.

ShortDef

immortal, divine

Debugging

Headword:
ἄμβροτος1
Headword (normalized):
ἄμβροτος
Headword (normalized/stripped):
αμβροτος1
IDX:
551
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.552
Key:

Data

{'content': '<p>-ον. = ἀμβρόσιος.: εἵματα Il. 16.670, 680: Od. 6.260, 265, Od. 24.59, ἐλαίῳ Od. 8.365, νύξ Od. 11.330.</p>'}