Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κέντρον
κέντωρ
κέονται
κεράασθε
κεραΐζω
κεραίω
κεραμεύς
κέραμος
κεράννυμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κέρασσε
κεραυνός
κεράω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κέρδιστος
κερδίων
κέρδος
κερδοσύνη
View word page
κεραός
[κέρας.]
Horned Od. 4.85.
Epithet of deer: ἔλαφον Il. 3.24, Il. 11.475, Il. 15.271, Il. 16.158.
ShortDef
horned
Debugging
Headword:
κεραός
Headword (normalized):
κεραός
Headword (normalized/stripped):
κεραος
IDX:
5512
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5513
Key:
Data
{'content': '<p>[κέρας.]</p> <p>Horned Od. 4.85.</p> <p>Epithet of deer: ἔλαφον Il. 3.24, Il. 11.475, Il. 15.271, Il. 16.158.</p>'}