Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεντρηνεκής
κέντρον
κέντωρ
κέονται
κεράασθε
κεραΐζω
κεραίω
κεραμεύς
κέραμος
κεράννυμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κέρασσε
κεραυνός
κεράω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κέρδιστος
κερδίων
κέρδος
View word page
κεραοξόος
[κερα(σ)-, κέρας + ξο-, ξέω..]
ShortDef
polishing
Debugging
Headword:
κεραοξόος
Headword (normalized):
κεραοξόος
Headword (normalized/stripped):
κεραοξοος
IDX:
5511
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5512
Key:
Data
{'content': '<p>[κερα(σ)-, κέρας + ξο-, ξέω..]</p>'}