Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κενός
κεντέω
κεντρηνεκής
κέντρον
κέντωρ
κέονται
κεράασθε
κεραΐζω
κεραίω
κεραμεύς
κέραμος
κεράννυμι
κεραοξόος
κεραός
κέρας
κέρασσε
κεραυνός
κεράω
κερδαλέος
κερδαλεόφρων
κέρδιστος
View word page
κέραμος
-ου, ὁ.
ShortDef
Ceramus
potter's earth, potter's clay
Debugging
Headword:
κέραμος
Headword (normalized):
κέραμος
Headword (normalized/stripped):
κεραμος
IDX:
5509
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5510
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}