Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κεκρύφαλος
κεκύθωσι
κελαδεινός
κελαδέω
κέλαδος
κελάδω
κελαινεφής
κελαινός
κελαρύζω
κέλευθος
κελευτιάω
κελεύω
κέλης
κελήσεται
κελητίζειν
κέλλω
κέλομαι
κέλσαι
κεμάς
κενεαυχής
κενός
View word page
κελευτιάω

[frequentative from κελεύω.]

Pple. κελευτιόων Il. 13.125.

Nom. dual masc. κελευτιόωντε Il. 12.265.

To play the leader: Αἴαντε κελευτιόωντʼ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην Il. 12.265. Cf. Il. 13.125.

ShortDef

continually urging on

Debugging

Headword:
κελευτιάω
Headword (normalized):
κελευτιάω
Headword (normalized/stripped):
κελευτιαω
IDX:
5489
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5490
Key:

Data

{'content': '<p>[frequentative from κελεύω.]</p> <p>Pple. κελευτιόων Il. 13.125.</p> <p>Nom. dual masc. κελευτιόωντε Il. 12.265.</p> <p>To play the leader: Αἴαντε κελευτιόωντʼ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην Il. 12.265. Cf. Il. 13.125.</p>'}