Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
κεκόνιτο
κεκοπώς
κεκορήμεθα
κεκορηότε
κεκορυθμένος
κεκοτηότι
κεκράανται
κεκριμένος
κεκρυμμένον
κεκρύφαλος
κεκύθωσι
κελαδεινός
κελαδέω
κέλαδος
κελάδω
κελαινεφής
κελαινός
κελαρύζω
κέλευθος
κελευτιάω
κελεύω
View word page
κεκύθωσι
3 pl. redup. aor. subj. κεύθω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κεκύθωσι
Headword (normalized):
κεκύθωσι
Headword (normalized/stripped):
κεκυθωσι
IDX:
5480
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5481
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. redup. aor. subj. κεύθω.</p>'}