Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
ἀμείλικτος
View word page
ἀμβατός
-όν
[ἀμ-, ἀνα- 1 + βα-, βαίνω.]
ShortDef
to be climbed, accessible
Debugging
Headword:
ἀμβατός
Headword (normalized):
ἀμβατός
Headword (normalized/stripped):
αμβατος
IDX:
546
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.547
Key:
Data
{'content': '<p>-όν</p> <p>[ἀμ-, ἀνα- 1 + βα-, βαίνω.]</p>'}