Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
ἀμείβω
View word page
ἀμβαλλώμεθα

contr. 1 pl. subj. mid. ἀναβάλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβαλλώμεθα
Headword (normalized):
ἀμβαλλώμεθα
Headword (normalized/stripped):
αμβαλλωμεθα
IDX:
545
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.546
Key:

Data

{'content': '<p>contr. 1 pl. subj. mid. ἀναβάλλω.</p>'}