Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
ἀμείβοντες
View word page
ἀμβαίη
contr. 3 sing. aor. opt. ἀναβαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμβαίη
Headword (normalized):
ἀμβαίη
Headword (normalized/stripped):
αμβαιη
IDX:
544
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.545
Key:
Data
{'content': '<p>contr. 3 sing. aor. opt. ἀναβαίνω.</p>'}