Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κέδρινος
κέδρος
κείατο
κεῖθεν
κεῖθι
κεῖμαι
κειμήλιον
κεῖνος
κεινός
κείρω
κεῖσε
κεῖσο
κείσομαι
κείω
κεκαδήσει
κεκαδησόμεθα
κεκαδών
κεκάλυπτο
κέκασται
κεκαφηότα
κεκεασμένα
View word page
κεῖσε

[-σε. Cf. κεῖνος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεῖσε
Headword (normalized):
κεῖσε
Headword (normalized/stripped):
κεισε
IDX:
5445
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5446
Key:

Data

{'content': '<p>[-σε. Cf. κεῖνος.]</p>'}