Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

κεδάννυμι
κεδνός
κέδρινος
κέδρος
κείατο
κεῖθεν
κεῖθι
κεῖμαι
κειμήλιον
κεῖνος
κεινός
κείρω
κεῖσε
κεῖσο
κείσομαι
κείω
κεκαδήσει
κεκαδησόμεθα
κεκαδών
κεκάλυπτο
κέκασται
View word page
κεινός

-ή, -όν

[κενϝός] Il. 3.376, Il. 4.181, Il. 11.160, Il. 15.453. Also κενεός Il. 2.298: Od. 10.42, Od. 15.214, and κενός Il. 22.249.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κεινός
Headword (normalized):
κεινός
Headword (normalized/stripped):
κεινος
IDX:
5443
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.5444
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[κενϝός] Il. 3.376, Il. 4.181, Il. 11.160, Il. 15.453. Also κενεός Il. 2.298: Od. 10.42, Od. 15.214, and κενός Il. 22.249.</p>'}