Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄμαξα
ἀμαξιτός
ἀμάρη
ἁμαρτάνω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτοεπής
ἁματροχιή
ἀμαυρός
ἀμαχητί
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβαίη
ἀμβαλλώμεθα
ἀμβατός
ἀμβλήδην
ἀμβολάδην
ἀμβροσίη
ἀμβρόσιος
ἄμβροτος1
ἄμβροτος2
ἀμέγαρτος
View word page
ἀμάω2

[perh. conn. with ἅμα.]

(ὲπ-, κατ-.)

ShortDef

reap, mow down
to gather together, collect

Debugging

Headword:
ἀμάω2
Headword (normalized):
ἀμάω
Headword (normalized/stripped):
αμαω2
IDX:
543
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.544
Key:

Data

{'content': '<p>[perh. conn. with ἅμα.]</p> <p>(ὲπ-, κατ-.)</p>'}